ἀναθηματικός — consisting of votive offerings masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναθηματικός — ή, ό (Α ἀναθηματικός, ή, όν) [ἀνάθημα] 1. ο σχετικός με το ανάθημα 2. αυτός που χρησιμεύει ως ανάθημα αρχ. αυτός που αποτελείται από αναθήματα … Dictionary of Greek
ἀναθηματικῶν — ἀναθηματικός consisting of votive offerings fem gen pl ἀναθηματικός consisting of votive offerings masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναθηματικόν — ἀναθηματικός consisting of votive offerings masc acc sg ἀναθηματικός consisting of votive offerings neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναθηματικοί — ἀναθηματικός consisting of votive offerings masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναθηματικοῦ — ἀναθηματικός consisting of votive offerings masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναθηματικούς — ἀναθηματικός consisting of votive offerings masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναθηματικήν — ἀναθηματικός consisting of votive offerings fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανάθημα — το (Α ἀνάθημα) οτιδήποτε αναθέτει, αφιερώνει κανείς σε ναό, αφιέρωμα αρχ. 1. γεν. προσφορά, δώρο, αφιέρωμα 2. στολίδι, κόσμημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνατίθημι. ΠΑΡ. αναθηματικός] … Dictionary of Greek
πίνακας — ο / πίναξ, ακος, ΝΜΑ 1. κατάλογος στον οποίο έχουν αναγραφεί με ορισμένη σειρά ονόματα, όροι, τίτλοι κ.ά. στοιχεία (α. «πίνακας περιεχομένων» κατάλογος με τους τίτλους τών κεφαλαίων ή τών θεμάτων βιβλίου ή άλλου εντύπου β. «πίνακας άγνωστων… … Dictionary of Greek